- ἐνδελεχές
- ἐνδελεχήςcontinuousmasc/fem voc sgἐνδελεχήςcontinuousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδελεχής — ές (AM ἐνδελεχής, ές) 1. συνεχόμενος, αδιάλειπτος («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῡς», ΠΔ 2. επίμονος, πολύ προσεκτικός («ενδελεχής έρευνα») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδελεχές ενδελέχεια* … Dictionary of Greek